ομόλοχος

ομόλοχος
ὁμόλοχος, -ον (Α) βλ. ομόλεχος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ομόλεχος — ὁμόλεχος και ὁμόλοχος, ον (Α) ομόλεκτρος, ομολεχής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + λέχος «κρεβάτι». Ο τ. ὁμόλοχος < ομ(ο) * + λόχος (πρβλ. αριστό λοχος)] …   Dictionary of Greek

  • ισολεχής — ἰσολεχὴς, ές (Α) αυτός που έχει την ίδια κλίνη με κάποιον άλλο, όμόκοιτος*, ὁμόλοχος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + λεχής (< λέχος «κρεβάτι»), πρβλ. απειρο λεχής, μονο λεχής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”